κοντάτο

κοντάτο
κοντᾱτο, τὸ (Μ)
κομητεία, εδαφική περιφέρεια υπό τη διοικητική εξουσία τού κόντε, τού κόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contado ή < προβηγκ. comtat].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”